Όσο τον κάνω θεό, τόσο πιο λίγο το έλεος.
Η Ερμία, αυτή 'ναι ευτυχισμένη, όπου κι αν είναι.
τα μάτια μου είναι πιο συχνολουσμένα απ' τα δικά της.
που μ' αντικρίζουνε τ' αγρίμια και προγκάνε.
σαν να 'μαι κάνα τέρας φεύγει από μπροστά μου.
Μα εδώ ποιος είναι; Ο Λύσανδρος, στο χώμα.
Νεκρός, ή κοιμισμένος; Αίματα δε βλέπω.
διάφανη Ελένη. Η φύση κάνει αυτό το θάμα
μέσα απ' το στήθος σου να βλέπω την καρδιά σου.
τ' όνομα αυτό, με το σπαθί μου θα το σβήσω.
ΕΛΕΝΗ: Λϋσανδρε, μην το πεις. Αυτό να μην το πεις.
Η Ερμία εσέναν αγαπάει, κι ευχαριστήσου.
που έχω με δαύτη χάσει ανούσια τον καιρό μου.
Δεν είν' η Ερμία αγάπη μου, παρά η Ελένη.
κι ο νους μου λέει εσύ 'σαι ανώτερη σ' αξία.
μ' αυτόν τον τρόπο τον προσβλητικό. Σ' αφήνω
κι ομολογώ σε νόμιζα πιο κύριον. Ω,
για τούτο οι άλλοι να την κάνουνε κουρέλι. (Βγαίνει.)
ΛΥΣΑΝ: Δεν είδε την Ερμία. Ερμία, εδώ κοιμήσου
και μη ζυγώσεις πια τον Λύσανδρο. Γιατί,
απ' όλους να'σαι μισητή, και πιο πολύ από μένα.
στη λάτρα της Ελένης, τι είναι αυτή η κυρά μου. (Βγαίνει.)
Διώξε το φίδι αυτό που μου'ζωσε τα στήθια.
πώς τρέμω από τον φόβο μου. Ένα φίδι τάχα
έτρωγε την καρδιά μου. Εσύ χαμογελώντας
καθόσουν και το κοίταζες το απαίσιο θέαμα.
Πράξη Γ΄, Σκηνή 2η
ΠΟΥΚ: Βασιλιά των ξωτικώ
να κι η Ελένη, φτάνει εδώ.
Κι από πίσω της με πάθος
τρέχει ο νιος, που πήρα λάθος.
Γλέντι που έχει να γενεί!
ΟΜΠΕΡΟΝ: Κρύψου! Μόλις θα μιλήσουν
τον Δημήτρη θα ξυπνήσουν.
ΠΟΥΚ: Δυο θε ν' αγαπούνε μια,
τι αστείο, τι πετυχια!
Πώς μ' αρέσουν οι δουλειές
που έχουν τέτοιες μπερδεψιές!
(Ξαναμπαίνουν ο Λύσανδρος κι η Ελένη)
PUCK: Captain of our fairy band, 110
Helena is here at hand;
And the youth, mistook by me,
Pleading for a lover's fee.
Shall we their fond pageant see?
Lord, what fools these mortals be!
OBERON: Stand aside: the noise they make
Will cause Demetrius to awake.
PUCK: Then will two at once woo one;
That must needs be sport alone;
And those things do best please me 120
That befal preposterously.
(Enter LYSANDER and HELENA)
Γιατί θαρρείς πως κοροϊδεύω όταν σου λέω
πως σ' αγαπώ; Δες, σαν ορκίζομαι, πως κλαίω.
Δάκρυα δε φέρνει ο χλευασμός, ούτ' η ειρωνεία.
Της πίστης δάκρυα είναι αυτά. Πώς κοροϊδία
μπορεί να φαίνεται σε σένα αυτό το πράμα
αφού της πίστης είναι βούλα αυτό το κλάμα;
ΕΛΕΝΗ: Η πονηριά σου όσο πάει και δυναμώνει.
Φριχτό η αλήθεια την αλήθεια να σκοτώνει
Τους ίδιους όρκους έχεις κάνει στην Ερμία;
Πώς την αρνιέσαι με τη νέα σου φλυαρία;
Γιατί τον όρκο με τον όρκο όταν ζυγιάζεις,
δε βρίσκεις άκρη, και τους όρκους που αραδιάζεις
σε με κι εκείνη, αν μπουν στο ζύγι, αντιζυγιάζουν
κι είν' αλαφροί το ίδιο, φαφλατάδες μοιάζουν.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Όταν ορκίζομουν σ' αυτή, δεν είχα κρίση.
ΕΛΕΝΗ: Όχι, ούτε τώρα που την έχεις παρατήσει.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Εκείνη θέλει κι ο Δημήτρης, όχι εσένα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: (Ξυπνώντας) Ελένη, θεά, νεράιδα, ουράνια, αιθέρια, τέλεια!
Με τι μάτια σου, ω καλή, να παρομοιάσω;
Το κρούσταλλο είναι σκούρο. Ω, πόσο σκανταλίζουν
για το φιλί τα χείλη σου, ώριμα κεράσια!
Το πιο καθάριο χιόνι στην κορφή του Ταύρου,
που κρουσταλλένια ασπράδα παίρνει απ' την πνοή
του ανατολίτη αγέρα, μαύρη κάργια γίνεται,
μόλις σηκώσεις συ το χέρι σου. Άσε με, αχ,
να προσκυνήσω της ασπράδας της βασίλισσα,
του ολάσπρου αγνού τη θεία σφραγίδα να φιλήσω!
ΕΛΕΝΗ: Ω κόλαση! Ω ντροπή! Σεις βλέπω συμφωνήσατε
να διασκεδάσετε μαζί μου: κύριοι αν ήσαστε
κι είχατε τρόπους, έτσι δε θα με προσβάλλατε.
Ξέρω το μίσος της καρδιάς σας, δε σας φτάνει
παρά βαλθήκατε και να με ρεζιλέψετε;
Αν ήσαστε άντρες, όπως είσαστε στην όψη,
σε μια κυρία δε θα φερνόσαστε έτσι. Μ' όρκους
και λόγια αγάπης να παινεύετε τα μέλη μου,
ενώ απ' τα βάθη της καρδιάς σας με μισείτε!
Εσείς δυο αντίπαλοι για αγάπη της Ερμίας,
και πάλι αντίπαλοι στην κοροϊδία για μένα!
[...]
(Ξαναμπαίνει η Ερμία.)
ΕΡΜΙΑ: Δε σ' ήβρε, Λύσανδρε, το μάτι μου. Τ' αφτί μου
σε σένα μ' έφερε, γι αυτό το ευχαριστώ.
Μ' αυτός τι τρόπος ήταν έτσι να μ' αφήσεις;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:Κι έχει όποιος σπρώχνεται απ' τον έρωτα στασιό;
ΕΡΜΙΑ: Τι έρωτας έσπρωξε τον Λύσανδρο μακριά μου;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Του Λϋσανδρου έρωτας, που δεν τον άφηνε ήσυχο,
η ωραία Ελένη, που στολίζει πιο πολύ
τη νύχτα απ' όλα αυτά τ' αστέρια και τις πούλιες.
Τι τρέχεις πίσω μου; Μ' αυτό δεν το κατάλαβες,
πως από σένα μίσος μ' έδιωξε για σένα;
ΕΡΜΙΑ: Δεν τα πιστεύεις όσα λες, δε γίνεται, όχι.
ΕΛΕΝΗ: Α, είναι και τούτη μες σ' αυτή τη συμπαιγνία!
Τώρα το βλέπω: συμφωνήσανε κι οι τρεις τους
για να μου παίξουν αυτό το άνοστο παιγνίδι.
Κακίστρω Ερμία! Κόρη αχάριστη! Και συ
συνώμοσες μαζί μ' αυτούς και τα σκεδιάσατε
για να με μπλέξετε μεσ' στη σαχλή ειρωνεία σας;
[...]
ΕΡΜΙΑ: Παραξενεύομαι με τα οργισμένα λόγια σου.
Σε κοροϊδεύω εγώ, ή εσύ με κοροϊδεύεις;
ΕΛΕΝΗ: Εσύ δεν έβαλες επίτηδες τον Λύσανδρο
να τρέχει πίσω μου γι αστεία και να παινεύει
το πρόσωπό μου και τα μάτια μου; Δεν έκανες
τον ερωμένο σου τον άλλο, τον Δημήτρη, -
που τώρα μόλις λίγο με κλωτσοπάτησε -
να με καλεί θεά, νεράιδα, θεία, πεντάμορφη,
ουράνια, ασύγκριτη; Πώς τέτοια λέει σ' αυτή
που τη μισεί; Και πώς ο Λύσανδρος αρνιέται
τον έρωτά σου, που ήταν πλούτος στην ψυχή του,
να μου προσφέρει αγάπη εμένα, αν δεν τον έβαλες
εσύ με την δική σου συγκατάθεση;
[...]
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Ελένη, στάσου, ευγενικιά ψυχή, άκουσέ με
ζωή μου, αγάπη μου, ψυχή μου, ωραία Ελένη!
ΕΛΕΝΗ: Έξοχα!
ΕΡΜΙΑ: Φίλε μου, έτσι μην την κοροϊδεύεις.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Αν όχι με καλό, θ' ακούσει με στανιό!
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Στανιό δικό σου κι αυτηνής ορμήνιες το ίδιο τα 'χω.
Δεν πιάνουν οι φοβέρες σου, ούτε τα παρακάλια της.
Σ' το λέω, Ελένη, σ' αγαπώ, μα τη ζωή μου.
Σ' αυτί σ' ορκίζομαι, που εσένα το θυσιάζω,
να βγάλω ψεύτη αυτόν που λέει δε σ' αγαπώ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Κι εγώ σου λέω πως σ' αγαπώ απ' αυτόνε πιο πολύ.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Αφού το λες με το σπαθί σου, απόδειξέ το κιόλα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Εμπρός!
ΕΡΜΙΑ: Τι είν' όλα τούτα, Λύσανδρέ μου;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Τραβήξου αράπισσα!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Όχι δα! Για δες τον, τάχα
πως πολεμάει να της ξεφύγει. Πρώτα κάνεις
τάχα πως θες ν' ακολουθήσεις, μα δεν έρχεσαι.
Είσαι δειλός καημένε!
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Φεύγα, στα κομμάτια!
Άσε με γάτα, γκολλιτσίδα, άσε, γιατί
θα σε τινάξω πέρα, σίχαμα, σα φίδι!
ΕΡΜΙΑ: Πώς έτσι αγρίεψες, πώς άλλαξες, καλέ μου;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Καλός σου! Πέρα, μαυροτσούκαλο, Άδη, Τάρταρε!
Φεύγα, αναγούλα, γιατρικό πικρό, μακριά!
ΕΡΜΙΑ: Δε χωρατεύεις;
ΕΛΕΝΗ: Πώς; Κι εσύ το ίδιο κάνεις;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Δημήτρη, έχεις το λόγο μου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Θα προτιμούσα
να σ' έχω με χαρτί δεμένο, τι όπως βλέπω,
κι ένας αδύνατος δεσμός σε καταφέρνει.
Λόγο από σένα δεν πιστεύω.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Μα τι θέλεις;
να τη χτυπήσω, να τη δείρω, να τη σφάξω;
κι αν τη μισώ, κακό δε θέλω να της κάνω.
ΕΡΜΙΑ: Κι είναι κακό χειρότερο απ' το μίσος σου άλλο;
Μίσος! Γιατί; Αχ, αλί μου, τι ναι τούτα, αγάπη μου;
Δεν είμαι γω η Ερμία; Εσύ δεν είσαι ο Λύσανδρος;
Ωραία και τώρα είναι η μορφή μου όσο και πριν.
Σαν ήρθε η νύχτα μ' αγαπούσες.
Νύχτα είν' ακόμα και μ' αφήνεις.