Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

omada 4 pinelopi


Το ποίημα της Πηνελόπης

'Υφαινα , έπλεκα 
ένα γραφτό άρχιζα,κι έσβηνα 
κάτω από το βάρος της λέξης
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση
όταν πιέζεται από πόνο το μέσα.
Κι ενώ η παρουσία σου είναι το θέμα της ζωής μου 
-παρουσία σου στη ζωή-
σκέψεις βγαίνουν στο χαρτί
και η φυσική χαρά του σώματος,
που απολαμβάνει.
Σβήνω,σχίζω πνίγω
τις ζωντανές κραυγές,
που είσαι έλα σε περιμένω.
Ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες,
και ξαναρχίζω το πρωί
με νέα πουλιά και νέα σεντόνια 
να στεγνώσουν στον ήλιο, 
θα΄σε πάντα εδώ
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια
και ο ήλιος να φωτίζει τα παλιά δωμάτια
φορτωμένα ηλιαχτίδες
και να φωτίζει την καρδιά μου
μες τη δικιά σου προσωπικότητα
ήσυχα φθινοπωρινά.
Η εκλεκτή καρδιά σου
-εκλεκτή γιατί τη διάλεξα-
θα'ναι πάντα εδώ
τις κλωστές που με δένουν
με τον σιγκεκριμένο αντρα
που αγαπώ,
όσο να γίνει σύμβολο αγάπης ο Οδυσσέας
και να αρμενίζει τις θάλασσες 
στο δικό μου το νού.
Σε λυσμονώ με πάθος κάθε μέρα
για να πλυθείς απο τις αμαρτίες 
της γλύκας και της μυρουδιάς 
κι ολοκάθαρος πια
να μπείς στην αθανασία.
Είναι σκληρή δουλειά και άχαρη
Μόνη  μου πληρωμή αν καταλάβω
στο τέλος τι ανθρώπινη αγάπη τι μίσος
ή πως λειτουργεί το εγώ,
στη τόση νοσταλγία στο τόσο χρόνο...

Διδώ ομαδα 2

                                                                           
"Μύθος Διδώ &Αινείας"

ΔΙΔΩ
Στην ελληνική μυθολογία η Διδώ ήταν πριγκήπισσα της Τύρου, που πήγε στη Βόρεια Αφρική και ίδρυσε την Καρχηδόνα. Αυτή την αρχική παράδοση τη μεταρρύθμισαν ως προς το τέλος της οι Ρωμαίοι ποιητές Ναίβιος και Έννιος, επιδιώκοντας να δικαιολογήσουν το άσπονδο μίσος των Καρχηδονίων για τη Ρώμη. Αυτούς ακολούθησε και ο Βιργίλιος, που στο τέταρτο βιβλίο της Αινειάδας περιγράφει τον τραγικό έρωτα της Διδώς (ή Διδούς) για τον Αινεία, όταν αυτός πέρασε από τη βορειοαφρικανική ακτή. Ο Αινείας ανταποκρίθηκε αρχικώς στον έρωτά της, αλλά πήρε εντολή από τον Δία να φύγει για την Ιταλία, οπότε άρχισε να ετοιμάζεται να αναχωρήσει κρυφά. Η Διδώ όμως το κατάλαβε. Τότε άναψε φωτιά μέσα στην οποία έριξε το ξίφος του, την εικόνα του και καθετί που μπορούσε να της θυμίζει την απιστία του. Στη συνέχεια ανέβηκε στη φωτιά και κάηκε. Πριν πεθάνει όμως καταράσθηκε τον Αινεία και έκανε έκκληση στους Τυρίους να τρέφουν μίσος κατά των απογόνων του, που ήταν οι Ρωμαίοι.
                                                                         
ΑΙΝΕΙΑΣ
Επώνυµος ήρωας του γένους των Αινειαδών 
και εθνικός ήρωας των Ρωµαίων, 
µυθολογούµενος ως γιος του Αγχίση και της Αφροδίτης, 
από το γένος του ∆άρδανου και του Τρώα,  
ανιψιός του βασιλιά της Τροίας Πρίαµου, 
άντρας της Κρέουσας και πατέρας του Ασκάνιου ή Ιούλου, 
ένας από τους µεγάλους ήρωες των Τρώων
στον Τρωικό πόλεµο και ιδρυτής της Ρώµης. 



                                     File:Sir Nathaniel Dance-Holland - The Meeting of Dido and Aeneas - Google Art Project.jpg


                                                Η συνάντηση της Διδώς και του Αινεία                           

                                                                               
                                      Ο Αινείας εξιστορεί στη Διδώ τα σχετικά με την πτώση της Τροίας.

Ομάδα Πηνελόπη / Omada 4 Penelope


Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο Ευόσμου
Σχολικό έτος:2012-2013
Τμήμα Γ2
Ομάδα Πηνελόπη 



Άγνωστες λέξεις – Πραγματολογικές πληροφορίες: 

Να διαβάσετε προσεκτικά τα αποσπάσματα του ποιήματος που μελετάτε και να επισημάνετε τις άγνωστες λέξεις. Στη συνέχεια με τη βοήθεια του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής να βρείτε τη σημασία των λέξεων αυτών για να υπομνηματίσετε το κείμενό σας.


Για να δείτε ποιήματα για την Πηνελόπη
σε μορφή αρχείου Word
πατήστε ΕΔΩ!



Για να δείτε το Φύλλο Εργασίας 1
της Ομάδας 4 "Πηνελόπη"
πατήστε ΕΔΩ!



Για να δείτε τον Πίνακα 1
πατήστε ΕΔΩ! 


Μύθος Άλκηστη & Άδμητος


"Όντεν ο κόρακας γενή άσπρος σαν περιστέρι,
Την ημέρα της γιορτής των γάμων του, ο Άδμητος ενεπλάκη και πάλι σε περιπέτειες: ξέχασε να θυσιάσει στην Άρτεμη και βρήκε το νυφικό θάλαμο γεμάτο δράκοντες, πράγμα που σήμαινε πως έπρεπε να πεθάνει. Ο Άδμητος διέφυγε τον κίνδυνο και πάλι χάρη στον Απόλλωνα, που πέτυχε να εξευμενίσει την αδελφή του θεά και να πείσει τις Μοίρες να απαλλάξουν τον βασιλιά από τον θάνατο αν κάποιος στενός συγγενής του δεχόταν να πεθάνει στη θέση του. Αλλά οι γονείς του Αδμήτου δεν δέχθηκαν να θυσιασθούν για το παιδί τους. Αντίθετα, η Άλκηστη, χωρίς να διαστάσει, θυσιάστηκε στη θέση του συζύγου της. Τότε η Περσεφόνη, συγκινημένη από την αγάπη της Άλκηστης, δεν τη δέχθηκε στον Άδη, αλλά την έστειλε πίσω στον επάνω κόσμο.
Αυτή είναι η αρχαιότερη παράδοση, ενώ νεότερη εκδοχή αναφέρει ότι, όταν ο Άδμητος θρηνούσε τη γυναίκα του, τον επισκέφθηκε ο Ηρακλής, παλιός του σύντροφος στην Αργοναυτική εκστρατεία. Ο ήρωας, μόλις πληροφορήθηκε τον θάνατο της Άλκηστης, κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο και «μαχεσάμενος `Αιδη» τον νίκησε και έφερε την Άλκηστη πίσω στον σύζυγό της (Απολλόδ. Α 9, 15). Σύμφωνα με τρίτη εκδοχή, ο Ηρακλής παραφύλαξε κοντά στην Άλκηστη όταν αυτή ξάπλωσε για να πεθάνει, και όταν ήρθε ο Θάνατος για να την πάρει τον ανάγκασε, ύστερα από πάλη, να την αφήσει (Ευριπίδη Άλκηστις, στ.1140 κ.ε.).
Ο Άδμητος και η Άλκηστη θεωρούνταν στην αρχαιότητα πρότυπα συζυγικής στοργής. Απέκτησαν τρία παιδιά, τον Εύμηλο, τον Ίππασο και τον Περιμήλη. Από αυτούς ο Εύμηλος διακρίθηκε ως αρχηγός των Φεραίων στην εκστρατεία των Ελλήνων κατά της Τροίας. Ο Φανόδημος σε σχόλιο στους Σφήκες του Αριστοφάνη λέει πως όταν γέρασαν, ο Άδμητος και η Άλκηστη διώχθηκαν από τις Φερές και, μαζί με τον γιο τους Ίππασο έφθασαν στην Αθήνα, όπου ο Θησέας τους υποδέχθηκε με εγκαρδιότητα. Η παράδοση αυτή είναι τοπική, αττική. Ο Στράβων γράφει (Ι 447) ότι ο Άδμητος ίδρυσε ιερό του Απόλλωνα στην Ερέτρια, κοντά στα Φάρσαλα.
Υπάρχουν και άλλοι μύθοι για τον Άδμητο, για τη συμμετοχή του στην Α

ο Ηρακλής παλεύει με τον Θάνατο

Ο Αποχαιρετισμός της Άλκηστης με τον Άδμητο


ΡΙΜΑΔΑ ΚΟΡΗΣ ΚΑΙ ΝΙΟΥ

Κόρη και νιος δικάζεται από 'να παραθύρι
μια νύκτα ως οπόδωσεν τς αυγής το σημαντήρι.
Ο νιότερος ζητά φιλί κι η κόρη δακτυλίδι,
 κι ο νιος το δακτυλίδιν του της κόρης δεν το δίδει,
μα με κρυφά κομπώματα δώσει το θέλει λέγει
και πώς και τί και ποταπώς, με τί τρόπον το λέγει;

όντεν ιδής ασπούργιτα να διώχνη το ξιφτέρι,
όντεν η θάλασσα σπαρθή σιτάρι και κριθάρι,
όντεν ιδείς εις το βουνί να περπατεί το ψάρι,
όντεν ο σκύλος κι ο λαγός ποίσουν αδελφοσύνη,
κι η γάτα με τον ποντικόν ποίσουν συντεκνοσύνη,
όντεν ο γάιδαρος γενεί άγγελος να πετάξει
και ιδείς τον ήλιον τ' ουρανού τη στράτα του ν' αλλάξει,
όντεν ιδείς τς ασπάλαθους και να γενούν μερσίνη,
όντε γενούσιν οι μηλιές του λαγκαδίου σκίνοι,
όντεν ιδείς το πέλαγος ν' αρχίσει ν' αποφρύσσει
τότες εμέν κι εσέν, κυρά, θέλουσιν ευλογήσει".



Η κόρη, ως ήτον φρόνιμη, με γνώσην εγρικήθη
και προς αυτόν τον νιότερον ίτις απιλογήθη:
"Όντεν ο μέγας ουρανός πέσει κάτω στο χώμα
και η αλήθεια, νιότερε, φανερωθεί για ψόμα,
όντες ιδείς τη θάλασσα και αρχίσει να γλυκάνει,
όντε βρεθεί για τους νεκρούς ανάστασης βοτάνι,
όντε το φέγγος τ' ουρανού πέσει στη γη να σβήσει,
τότες εσέν, αφέντη μου, θέλω γλυκοφιλήσει".

Και μέσα στ' όχι και εις το ναι, μέρωμα και εις αγριάδα
έσωνε και κατάνταινε της μέρας η ασπράδα
κι εκίνα ο κυρ Ήλιος του δρόμου να φουσκώνει,
της νύχτας τες κουρφόβλεψες να τες ξεφανερώνει.
Τότες ο νιος εμίσεψεν από την κορασίδα
και σε καμία συνίβαση δεν ήλθασιν, ως οίδα. [...]




ΡΙΜΑΔΑ ΚΟΡΗΣ ΚΑΙ ΝΙΟΥ


Κόρη και νιος δικάζεται από 'να παραθύρι
μια νύκτα ως οπόδωσεν τς αυγής το σημαντήρι.



Ο νιότερος ζητά φιλί κι η κόρη δακτυλίδι,
 κι ο νιος το δακτυλίδιν του της κόρης δεν το δίδει,
μα με κρυφά κομπώματα δώσει το θέλει λέγει
και πώς και τί και ποταπώς, με τί τρόπον το λέγει;



"'Οντεν ο κόρακας γενή άσπρος σαν περιστέρι,



όντεν ιδής ασπούργιτα να διώχνη το ξιφτέρι,
όντεν η θάλασσα σπαρθή σιτάρι και κριθάρι,
όντεν ιδείς εις το βουνί να περπατεί το ψάρι,




όντεν ο σκύλος κι ο λαγός ποίσουν αδελφοσύνη,


κι η γάτα με τον ποντικόν ποίσουν συντεκνοσύνη,




όντεν ο γάιδαρος γενεί άγγελος να πετάξει



και ιδείς τον ήλιον τ' ουρανού τη στράτα του ν' αλλάξει,



όντεν ιδείς τς ασπάλαθους και να γενούν μερσίνη,




όντε γενούσιν οι μηλιές του λαγκαδίου σκίνοι,
όντεν ιδείς το πέλαγος ν' αρχίσει ν' αποφρύσσει
τότες εμέν κι εσέν, κυρά, θέλουσιν ευλογήσει".


Η κόρη, ως ήτον φρόνιμη, με γνώσην εγρικήθη
και προς αυτόν τον νιότερον ίτις απιλογήθη:
"Όντεν ο μέγας ουρανός πέσει κάτω στο χώμα



και η αλήθεια, νιότερε, φανερωθεί για ψόμα,
όντες ιδείς τη θάλασσα και αρχίσει να γλυκάνει,
όντε βρεθεί για τους νεκρούς ανάστασης βοτάνι,



όντε το φέγγος τ' ουρανού πέσει στη γη να σβήσει,
τότες εσέν, αφέντη μου, θέλω γλυκοφιλήσει".


Και μέσα στ' όχι και εις το ναι, μέρωμα και εις αγριάδα
έσωνε και κατάνταινε της μέρας η ασπράδα

κι εκίνα ο κυρ Ήλιος του δρόμου να φουσκώνει,





της νύχτας τες κουρφόβλεψες να τες ξεφανερώνει.
Τότες ο νιος εμίσεψεν από την κορασίδα



και σε καμία συνίβαση δεν ήλθασιν, ως οίδα. [...]



Ομάδα Οδυσσέας / Omada 3 Odysseas


Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο Ευόσμου
Τμήμα Γ2
Σχολικό έτος 2012-2013
Ομάδα Οδυσσέας 



Άγνωστες λέξεις – Πραγματολογικές πληροφορίες: 

Να διαβάσετε προσεκτικά τα αποσπάσματα του ποιήματος που μελετάτε και να επισημάνετε τις άγνωστες λέξεις. Στη συνέχεια με τη βοήθεια του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής να βρείτε τη σημασία των λέξεων αυτών για να υπομνηματίσετε το κείμενό σας.




Για να δείτε ποιήματα σχετικά με τον Οδυσσέα
σε μορφή Word
πατήστε ΕΔΩ!



Για να δείτε το Φύλλο Εργασίας 1
της Ομάδας 3 "Οδυσσέας"
πατήστε ΕΔΩ!



Για να δείτε τον Πίνακα 1
πατήστε ΕΔΩ! 
Μύθος





ΡΙΜΑΔΑ ΚΟΡΗΣ ΚΑΙ ΝΙΟΥ

Κόρη και νιος δικάζεται από 'να παραθύρι
μια νύκτα ως οπόδωσεν τς αυγής το σημαντήρι.
Ο νιότερος ζητά φιλί κι η κόρη δακτυλίδι,
 κι ο νιος το δακτυλίδιν του της κόρης δεν το δίδει,
μα με κρυφά κομπώματα δώσει το θέλει λέγει
και πώς και τί και ποταπώς, με τί τρόπον το λέγει;

"Όντεν ο κόρακας γενή άσπρος σαν περιστέρι,
όντεν ιδής ασπούργιτα να διώχνη το ξιφτέρι,
όντεν η θάλασσα σπαρθή σιτάρι και κριθάρι,
όντεν ιδείς εις το βουνί να περπατεί το ψάρι,
όντεν ο σκύλος κι ο λαγός ποίσουν αδελφοσύνη,
κι η γάτα με τον ποντικόν ποίσουν συντεκνοσύνη,
όντεν ο γάιδαρος γενεί άγγελος να πετάξει
και ιδείς τον ήλιον τ' ουρανού τη στράτα του ν' αλλάξει,
όντεν ιδείς τς ασπάλαθους και να γενούν μερσίνη,
όντε γενούσιν οι μηλιές του λαγκαδίου σκίνοι,
όντεν ιδείς το πέλαγος ν' αρχίσει ν' αποφρύσσει
τότες εμέν κι εσέν, κυρά, θέλουσιν ευλογήσει".



Η κόρη, ως ήτον φρόνιμη, με γνώσην εγρικήθη
και προς αυτόν τον νιότερον ίτις απιλογήθη:
"Όντεν ο μέγας ουρανός πέσει κάτω στο χώμα
και η αλήθεια, νιότερε, φανερωθεί για ψόμα,
όντες ιδείς τη θάλασσα και αρχίσει να γλυκάνει,
όντε βρεθεί για τους νεκρούς ανάστασης βοτάνι,
όντε το φέγγος τ' ουρανού πέσει στη γη να σβήσει,
τότες εσέν, αφέντη μου, θέλω γλυκοφιλήσει".

Και μέσα στ' όχι και εις το ναι, μέρωμα και εις αγριάδα
έσωνε και κατάνταινε της μέρας η ασπράδα
κι εκίνα ο κυρ Ήλιος του δρόμου να φουσκώνει,
της νύχτας τες κουρφόβλεψες να τες ξεφανερώνει.
Τότες ο νιος εμίσεψεν από την κορασίδα
και σε καμία συνίβαση δεν ήλθασιν, ως οίδα. [...]

Οδυσσέας



Πηνελόπη


Οδυσσέας και Πηνελόπη



ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΟΜΗΡΟ

Ο Οδυσσέας, μυθικός βασιλιάς της Ιθάκης ,είναι ο βασικός ήρωας στο επικό ποίημα του Ομήρου, Οδύσσεια, και επίσης διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο άλλο έπος του Ομήρου, την Ιλιάδα. Είναι ευρέως γνωστός για την πονηριά και εφευρετικότητά του, διάσημος και για τα δέκα χρόνια που του πήρε η επιστροφή στο σπίτι του, μετά τον Τρωικό Πόλεμο όπως αλληγορικά του απέδωσε ο Όμηρος. Ήταν γιος του Λαέρτη και της Αντίκλειας, σύζυγος της Πηνελόπης και πατέρας του Τηλεμάχου.



Στο νησί της Κίρκης έφθασαν ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του κατά την περιπλάνησή τους. Τους πρώτους από αυτούς που την επισκέφθηκαν η Κίρκη προσκάλεσε σε γεύμα με φαγητά στα οποία είχε ρίξει κάποιο από τα μαγικά της φίλτρα. Μετά το φαγητό, τους άγγιξε με το μαγικό της ραβδάκι και τους μεταμόρφωσε σε χοίρους. Μόνο ο Ευρύλοχος, που την υποψιάσθηκε από την αρχή, γλίτωσε και ειδοποίησε τον Οδυσσέα και τους άλλους που είχαν μείνει στα πλοία τους. Ο Οδυσσέας ξεκίνησε να σώσει τα θύματα της Κίρκης. Στο δρόμο τον πρόλαβε ο Ερμής και του είπε να προμηθευθεί το βοτάνι  για να μην έχει την ίδια τύχη. Έτσι και έγινε. Αφού τα μαγικά της Κίρκης απέτυχαν, η μάγισσα εξεπλάγη τόσο ώστε να ερωτευθεί τον Οδυσσέα και να συμφωνήσει να ξαναδώσει στους συντρόφους του την ανθρώπινη μορφή. Στη συνέχεια ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του παρέμειναν στο νησί της επί ένα έτος και μετά τους έδωσε οδηγίες πώς να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.




Η Καλυψώ κατοικούσε σε ένα μεγάλο σπήλαιο, κοντά στην είσοδο του οποίου υπήρχαν φυσικοί κήποι, ιερό δάσος και πηγές. Δηλαδή ήταν σαν ένας μικρός παράδεισος το νησί της. Εκεί περνούσε την ημέρα της η Νύμφη, κλώθοντας και υφαίνοντας με τις υπηρέτριές της, που ήταν και αυτές Νύμφες. Η Καλυψώ υποδέχθηκε τον Οδυσσέα στο νησί της ως ναυαγό, όπου τον ερωτεύθηκε και γι' αυτό τον κράτησε κοντά της επί δέκα χρόνια. Σύμφωνα με άλλους συγγραφείς, ο Οδυσσέας έμεινε με την Καλυψώ 7 χρόνια ή και ένα μόνο έτος. Η Καλυψώ του υποσχόταν ότι θα τον έκανε αθάνατο, αλλά ο Οδυσσέας δεν εγκαταλείφθηκε στη γοητεία της, γιατί ο βαθύτερος εσωτερικός πόθος του ήταν η επιστροφή του στην Ιθάκη. Με την παράκληση της θεάς Αθηνάς ο Δίας έστειλε τον Ερμή στην Καλυψώ για να της ζητήσει να αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει. Μετά από αυτό, η Καλυψώ με μεγάλη της λύπη τον άφησε να φύγει, αφού πρώτα του έδωσε ξυλεία και πανί για να κατασκευάσει μία σχεδία, καθώς και προμήθειες για το ταξίδι του. Επίσης του υπέδειξε ποιους αστέρες να παρατηρεί για να ρυθμίζει την πορεία του. Μεταγενέστεροι μύθοι αναφέρουν ότι ο Οδυσσέας και η Καλυψώ απέκτησαν μαζί ένα γιο, τον Λατίνο.



 Η Ναυσικά είναι γνωστή πριγκιποπούλα, κόρη του βασιλιά των Φαιάκων, του Αλκινόου και της Αρήτης. Η Ναυσικά, που είχε πολλά αδέλφια, περιγράφεται από τον Όμηρο ως νεαρή και πολύ χαριτωμένη: ο Οδυσσέας λέει ότι έμοιαζε με θεά, ιδιαίτερα την Αρτέμιδα. Αφού ο Οδυσσέας είχε εγκαταλείψει το νησί της Καλυψώς, ναυάγησε και τελικά κατάληξε από τη θάλασσα στην ακτή κάποιου άγνωστου σε αυτόν νησιού, όπου και κοιμήθηκε μέσα σε ένα παραθαλάσσιο δασάκι. Το νησί αυτό ήταν η σημερινή Κέρκυρα. Το πρωί πήγε η Ναυσικά μαζί με τις ακόλουθές της στο μέρος εκείνο, που ήταν κοντά στο δασάκι και άρχισαν το πλύσιμο, ενώ έπαιζαν και μπάλα. Ξαφνικά ο Οδυσσέας παρουσιάσθηκε γυμνός όπως ήταν μπροστά τους. Οι άλλες γυναίκες, μόλις τον είδαν, έτρεξαν κι έφυγαν φοβισμένες. Μόνη η Ναυσικά παρέμεινε και έδωσε στον Οδυσσέα ρούχα και τροφή, και κατά το απόγευμα επέστρεψε μαζί του στην πόλη και τον οδήγησε στο ανάκτορο του πατέρα της. Εκεί, ο Οδυσσέας εξιστορεί τις περιπέτειές του στη βασιλική οικογένεια.






Η Πηνελόπη, εκτός από ομορφιά και πλούτη, είχε και όλες τις αρετές μιας ιδανικής συζύγου. Ήταν έξυπνη, συνετή, πιστή στον άντρα της και αφοσιωμένη στο γιο της, Τηλέμαχο, που ήταν βρέφος ακόμη. Όταν ο Οδυσσέας έφυγε, της είπε να ξαναπαντρευτεί αν δε γύριζε. Παρόλα αυτά η Πηνελόπη τον περίμενε για 20 χρόνια, ακόμη και όταν όλοι τον θεωρούσαν νεκρό. Τα 20 χρόνια της απουσίας του Οδυσσέα, η Πηνελόπη, μόνη, όμορφη και βασίλισσα καθώς ήταν, προσέλκυσε πολλούς ευγενείς μνηστήρες που επιθυμούσαν να την παντρευτούν και να ανακηρυχθούν άρχοντες της Ιθάκης. Στην αρχή, η Πηνελόπη τους αγνοούσε, όταν όμως οι μνηστήρες άρχισαν να την πιέζουν, αναγκάστηκε να δηλώσει ότι θα διαλέξει έναν από αυτούς, όταν θα τελειώσει το σάβανο που έπλεκε για τον πεθερό της Λαέρτη. Η Πηνελόπη, που δεν επιθυμούσε βέβαια να ξαναπαντρευτεί, έπλεκε το σάβανο την ημέρα και το ξήλωνε την νύχτα. Αυτό συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, κατά τα οποία οι μνηστήρες έτρωγαν και λεηλατούσαν την περιουσία του Οδυσσέα, μέχρι που κάποια υπηρέτρια την πρόδωσε. Τότε πάλι αναγκάστηκε να ανακηρύξει αγώνα τοξοβολίας, για να παντρευτεί τον νικητή. Εκείνη όμως ήταν και η στιγμή που επέστρεψε ο Οδυσσέας, φόνευσε τους μνηστήρες και ξανακέρδισε την σύζυγό του.


                  

        




Ομάδα Ονειρο / Omada 2 Oneiro


Διαπολιτισμικό Γυμνάσιο Ευόσμου
Τμήμα Γ2
Σχολικό έτος 2012-2013
Ομάδα Όνειρο



Άγνωστες λέξεις – Πραγματολογικές πληροφορίες: 

Να διαβάσετε προσεκτικά τα αποσπάσματα του ποιήματος που μελετάτε και να επισημάνετε τις άγνωστες λέξεις. Στη συνέχεια με τη βοήθεια του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής να βρείτε τη σημασία των λέξεων αυτών για να υπομνηματίσετε το κείμενό σας.



Για να δείτε τα αποσπάσματα από το 
"Όνειρο Καλοκαιρινής Nύχτας"
του W. Shakespeare
σε μορφή αρχείου Word
πατήστε ΕΔΩ!



Για να δείτε το Φύλλο Εργασίας 1
της Ομάδας 2 "Όνειρο"
πατήστε ΕΔΩ!



Για να δείτε τον Πίνακα 1
πατήστε ΕΔΩ! 



WILLIAM SHAKESPEARE 
(1564-1616)
MIDSUMMER NIGHT'S DREAM

Τα πρόσωπα του έργου: 

Πουκ
 Ο Όμπερον θέλει να την εκδικηθεί κι έτσι προσλαμβάνει τον σκανδαλιάρη Πακ (ή Πουκ, σε παλαιότερες εκδοχές) για να βρει ένα λουλούδι, ο χυμός του οποίου κάνει όποιον το πιει να ερωτευτεί το πρώτο ον που δει μπροστά του.
Ερμία
Ερμία αρνείται να συμβιβαστεί με την επιθυμία του πατέρα της να την παντρέψει με το Δημήτριο. Ο πατέρας της όμως μπροστά στο Θησέα επικαλείται έναν αρχαίο αθηναϊκό νόμο, σύμφωνα με τον οποίο η κόρη πρέπει να παντρευτεί το μνηστήρα που διάλεξε ο πατέρας της, αλλιώς αντιμετωπίζει ποινή θανάτου ή ισόβια υπηρεσία στη θεά Άρτεμη.
Λύσανδρος
Ο Λύσανδρος και η πολυαγαπημένη του Ερμία αγαπιούνται και έτσι αποφασίζουν να κλεφτούν και να διαφύγουν τη νύχτα μέσα από το δάσος.
 Ελένη
Η Ελένη είναι η καλύτερη φίλη της Ερμίας, η οποία αγαπάει τον Δημήτρης.Η Ελένη κυνηγάει τον Δημήτρη μέχρί που μέτα απο ένα μπέρδεμα με ένα μαγικό φίλτρο την ερωτεύεται και αυτός.
Δημήτρης
Βλέποντας το Δημήτριο να συμπεριφέρεται άσχημα στην Έλενα, ο Όμπερον διατάζει τον Πουκ να ρίξει λίγο υγρό στα βλέφαρά του. Κατά λάθος, ο Πουκ το ρίχνει στο Λύσανδρο, ο οποίος ερωτεύεται την Έλενα. Ο Δημήτριος ακόμα ακολουθεί την Ερμία και ο Όμπερον θυμώνει, έτσι μαγεύει και τον Δημήτριο. Εξαιτίας του λάθους του Πουκ, τώρα και οι δυο άνδρες τσακώνονται για την Έλενα, η οποία όμως πιστεύει ότι την κοροϊδεύουν. Οι τέσσερις χαρακτήρες κυνηγιούνται και τσακώνονται όλη τη νύχτα και αναζητούν μέρος για μονομαχία κι έτσι ο Όμπερον διατάζει τον Πουκ να τους κρατήσει χώρια και να ξανά-"μαγέψει" το Λύσανδρο να ερωτευτεί την Ερμία για να αποτρέψει την αιματοχυσία.
Τιτάνια
Εν τω μεταξύ, στο δάσος καταφτάνουν ο Βασιλιάς των Ξωτικών Όμπερον και η βασίλισσα Τιτάνια, οι οποίοι έχουν τσακωθεί, γιατί η Τιτάνια αρνείται να δώσει για "ιππότη" στον Όμπερον έναν ακόλουθο της. Ο Όμπερον θέλει να την εκδικηθεί κι έτσι προσλαμβάνει τον σκανδαλιάρη Πακ (ή Πουκ, σε παλαιότερες εκδοχές) για να βρει ένα λουλούδι, ο χυμός του οποίου κάνει όποιον το πιει να ερωτευτεί το πρώτο ον που δει μπροστά του.
Πράξη Α΄, Σκηνή 1


ΛΥΣΑΝ: Γιατί, καλή μου, εχλώμιανε το μάγουλό σου;
                Ποια μοίρα εμάρανε τα ρόδα του έτσι γλήγορα;

ΕΡΜΙΑ:   Λοιπόν αφού η πιστή αγάπη είν' όλο βάσανα
                θα ειπεί πως το 'χει γράψει η μοίρα και γι αυτό
                ας κάνει υπομονή η αγάπη μας, αφού
                κι αυτό κακό συνηθισμένο της αγάπης,
                καθώς η συλλογή, οι καημοί, τα δάκρυα, τα όνειρα
                κι οι στεναγμοί, ακολουθία του δόλιου του έρωτα.
ΛΥΣΑΝ: Καλά το λες, Ερμία, για τούτο άκου τι λέω:
                έχω μια θεία χήρα, πλούσια κι άτεκνη,
                που μένει εφτά χιλιόμετρα έξω απ' την Αθήνα
                και σαν παιδί της μ' αγαπάει. Εκεί, καλή μου,
                μπορούμε να στεφανωθούμε. Εκεί ο κακός
                ο νόμος της Αθήνας δε μας φτάνει.
ΕΡΜΙΑ:   Λύσανδρε, σου ορκίζομαι
                στο πιο γερό δοξάρι του Έρωτα, στην πιο καλή του
                σαΐτα χρυσαγκιδωτή, στης Αφροδίτης
                τα περιστέρια, που η απλή τους χάρη τις ψυχές
                ενώνει και προκόβει την αγάπη, στη φωτιά
                που έκαψε τη βασίλισσα της Καρχηδόνας, όταν
                είδε μακριά τον άπιστο Τρωαδίτη ν' αρμενίζει,
                σ' όλους τους όρκους που έχουν πατηθεί από άντρες
                και που είναι πιο πολλοί απ' όσους κάνανε οι γυναίκες,
                σ΄ αυτό το μέρος που μου ορίζεις αύριο βράδυ
                θα ρθω πιστή να σ' ανταμώσω στο σκοτάδι.
ΛΥΣΑΝ: Κράτησε λόγο, αγάπη μου. - Δες, έρχεται η Ελένη.
                                    (Μπαίνει η ΕΛΕΝΗ)
ΕΡΜΙΑ:   Καλώς τη. Πώς εδώθε, ωραία Ελένη; 
ΕΛΕΝΗ: Με λες ωραία; Μην πεις τη λέξη: ωραία. Ο Δημήτρης
                εσένα λέει ωραία; Μην πεις τη λέξη ωραία. Ο Δημήτρης
                εσένα λέει ωραία, ευτυχισμένη.
                [...]
ΕΡΜΙΑ:    Εγώ του κάνω μούτρα, εκείνος με λατρεύει.
ΕΛΕΝΗ:  Το μούτρο και το γέλιο μου την τέχνη αυτή δεν ξέρει.
ΕΡΜΙΑ:   Εγώ τον καταριέμαι, εκείνος μ' αγαπάει.
ΕΛΕΝΗ:  Πού τέτοια τύχη εγώ με τα γλυκά μου λόγια! 
ΕΡΜΙΑ:   Όσο τον διώχνω, τόσο εκείνος τρέχει πίσω μου.
ΕΛΕΝΗ:  Όσο κοντά του τρέχω, τόσο αυτός μ' εχτρεύεται.  
ΕΡΜΙΑ:   Δεν είναι η τρέλα του δικό μου φταίξιμο.  
ΕΛΕΝΗ:  Όχι, είναι η ομορφιά σου. Ας είχα αυτό το φταίξιμο! 
ΕΡΜΙΑ:   Ελένη, ησύχασε και πια δε θα με βλέπει.
                Ο Λύσανδρος κι εγώ θα φύγουμε από δω.
                [...]
ΛΥΣΑΝ: Ξενοιάσου. Χαίρε, Ελένη, κι όπως καίγεσαι
                για τον Δημήτρη σου, έτσι να καεί κι αυτός για σένα.  
ΕΛΕΝΗ:  Πώς πάει τόσο πολλή ευτυχία σε καμπόσους!
                Όλη η Αθήνα σαν κι αυτήν με λέει ωραία.
                Τι μ' ωφελεί; Ο Δημήτρης δεν το λέει.
                Πλανιέται αυτός λατρεύοντας τα μάτια της Ερμίας,
                κι εγώ γυρίζω θαμπωμένη από τις χαρές του.
                Σε πράματα χυδαία κι ανάξια και μικρά
                η αγάπη δίνει αξία κι ανάστημα. Η αγάπη
                δε βλέπει με τα μάτια παρά με το νου
                γι αυτό και το Ερωτόπουλο στραβό το ζωγραφίζουν.
                Κι ο νους του Έρωτα δεν έχει στάλα κρίση,
                τι φτερωτός κι αόμματος θα ειπεί στραβή βιασύνη,
                γι αυτό και το Ερωτόπουλο μωρό το παρασταίνουν,
                γιατί συχνά γελιέται όταν διαλέγει. Κι όπως
                παλιόπαιδα, όταν παίζουν, παίρνουν όρκους ψεύτικους,
                έτσι και το χαμίνι ο Έρως, ψευτορκίζεται
                πάντα παντού. Προτού ο Δημήτρης αντικρίσει
                τα μάτια της Ερμίας κατέβαζε χαλάζι
                τους όρκους πως μ' αγάπαε. Κι όταν το χαλάζι
                το άγγιξε η ζέστα της Ερμίας, ευθύς έλιωσε
                κι έλιωσαν κι οι κατεβασιές οι όρκοι.
                [...] 
Πράξη Β΄, Σκηνή 2 
1
`````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````````0
                            (Λύσανδρος και Ερμία αποκοιμιούνται)

ΠΟΥΚ:    Μεσ' στο δάσος όλο γύρα
                πουθενά Αθηναίο δεν ήβρα,
                στα ματόφυλλά του απάνω
                δοκιμή του ανθού να κάνω.
                Μα, σιωπή και νύχτα! Ποιος
                στ' Αθηνιώτικα είν' αυτός;
                Τούτος είναι που τη νέα
                πρόσβαλε την Αθηναία.
                Να τη, βαριοκοιμισμένη
                στο υγρό χώμα η καημένη,
                κι απ' τον άκαρδο μακριά
                της αγάπης τον φονιά.
                Βάρβαρε, σου χύνω τώρα
                μαγικιά στα μάτια μώρα.
                Ύπνο πια στο ξυπνητό σου δε θα δει το βλέφαρό σου,
                θα τον διώχνει ο Έρωτας.
                Ξύπνα, πάω στον Όμπερον. 
                (Βγαίνει) 

PUCK:    Through the forest have I gone.
                But Athenian found I none,
                On whose eyes I might approve
                This flower's force in stirring love.
                Night and silence.--Who is here? 70
                Weeds of Athens he doth wear:
                This is he, my master said,
                Despised the Athenian maid;
                And here the maiden, sleeping sound,
                On the dank and dirty ground.
                Pretty soul! she durst not lie
                Near this lack-love, this kill-courtesy.
                Churl, upon thy eyes I throw
                All the power this charm doth owe.
                When thou wakest, let love forbid 80
                Sleep his seat on thy eyelid:
                So awake when I am gone;
                For I must now to Oberon.
                (Exit)

ΕΛΕΝΗ:  Δημήτρη, στάσου, στάσου, στάσου, εσύ φονιά μου!
ΔΗΜΗΤ:  Σου λέω ξεκόλλα πια από μένανε! Μακριά μου!
ΕΛΕΝΗ:  Αχ, μέσα στο σκοτάδι το άγριο μη μ'αφήνεις.
ΔΗΜΗΤ:  Πηγαίνω εγώ κι εσύ στην τύχη σου να μείνεις. (Βγαίνει.)
ΕΛΕΝΗ:  Αχ, πιάστηκε η πνοή μου απ' το τρελό κυνήγι.
                Όσο τον κάνω θεό, τόσο πιο λίγο το έλεος.
                Η Ερμία, αυτή 'ναι ευτυχισμένη, όπου κι αν είναι.
                Μαγευτική είναι η χάρη που έχουνε τα μάτια της,
                που λάμπουν όχι από τα δάκρυα, τι αν πεις δάκρυα
                τα μάτια μου είναι πιο συχνολουσμένα απ' τα δικά της.
                Όχι, όχι, εγώ 'μαι ασκημομούρα σαν αρκούδα,
                που μ' αντικρίζουνε τ' αγρίμια και προγκάνε.
                Γι αυτό παράξενο δεν είναι που ο Δημήτρης
                σαν να 'μαι κάνα τέρας φεύγει από μπροστά μου.
                Τι μαγικός κι αλλαξοπρόσωπος καθρέφτης
                παρόμοιασε με την γλυκιάν Ερμία εμένα;
                Μα εδώ ποιος είναι; Ο Λύσανδρος, στο χώμα.
                Νεκρός, ή κοιμισμένος; Αίματα δε βλέπω.
                Λύσανδρε, αν είσαι ζωντανός, καλέ μου, ξύπνα!
ΛΥΣΑΝ: (Ξυπνώντας) Πέφτω και στη φωτιά για χάρη σου, ω αιθέρια,
                διάφανη Ελένη. Η φύση κάνει αυτό το θάμα
                μέσα απ' το στήθος σου να βλέπω την καρδιά σου.
                Πού 'ναι ο Δημήτρης; Α, τι λόγος ελεεινός,
                τ' όνομα αυτό, με το σπαθί μου θα το σβήσω.
ΕΛΕΝΗ:  Λϋσανδρε, μην το πεις. Αυτό να μην το πεις.
                Κι αν αγαπάει την Ερμία σου, τι μ' αυτό;
                Η Ερμία εσέναν αγαπάει, κι ευχαριστήσου.
ΛΥΣΑΝ: Με την Ερμία; Όχι ποτέ! Το μετανιώνω
                που έχω με δαύτη χάσει ανούσια τον καιρό μου.
                Δεν είν' η Ερμία αγάπη μου, παρά η Ελένη.
                Ποιος κόρακα δε θ' άλλαζε με περιστέρι;
                Του άντρα η θέληση απ' τον νου του κυβερνιέται
                κι ο νους μου λέει εσύ 'σαι ανώτερη σ' αξία.
                [...]
ΕΛΕΝΗ:  Γιατί να γεννηθώ γι αυτήν την κοροϊδία;
                Για τέτοια χλεύη, πότε σου 'δωσα εγώ θάρρος;
                Δε φτάνει, νέε μου, δε μου φτάνει που ποτέ μου,
                ποτέ μου δεν αξιώθηκα ούτε θ' αξιωθώ
                γλυκιά ματιά από τον Δημήτρη, παρά πρέπει
                να περγελάς κι εσύ την αναξιότητά μου;
                Μου κάνεις άδικο, αλήθεια κι απαλήθεια,
                πολύ, πολύ άδικο, να μου ζητάς αγάπη
                μ' αυτόν τον τρόπο τον προσβλητικό. Σ' αφήνω
                κι ομολογώ σε νόμιζα πιο κύριον. Ω,
                ντροπή, επειδή μια κόρη ο ένας δεν την θέλει,
                για τούτο οι άλλοι να την κάνουνε κουρέλι. (Βγαίνει.)
ΛΥΣΑΝ: Δεν είδε την Ερμία. Ερμία, εδώ κοιμήσου
                και μη ζυγώσεις πια τον Λύσανδρο. Γιατί,
                καθώς κατάχρηση απ' τα πιο γλυκά γλυκίσματα
                φέρνει την πιο κακιά αναγούλα στο στομάχι,
                κι όπως αιρετικός, που γύρισε στην πίστη του,
                απ' όλους πιο πολύ μισεί την πλάνη που είχε πέσει,
                έτσι κι εσύ, κατάχρησή μου κι αίρεσή μου,
                απ' όλους να'σαι μισητή, και πιο πολύ από μένα.
                Κι ολόβολα ριχτείτε τώρα δυνατά μου,
                στη λάτρα της Ελένης, τι είναι αυτή η κυρά μου. (Βγαίνει.)
ΕΡΜΙΑ:   (Ξυπνώντας) Ω, Λύσανδρέ μου, πρόφτασε, βοήθεια, βοήθεια!
                Διώξε το φίδι αυτό που μου'ζωσε τα στήθια.
                Αλί μου, τι όνειρο είδα: Λϋσανδρέ μου, δες
                πώς τρέμω από τον φόβο μου. Ένα φίδι τάχα
                έτρωγε την καρδιά μου. Εσύ χαμογελώντας
                καθόσουν και το κοίταζες το απαίσιο θέαμα.
                Λύσανδρε! Πώς; Φευγάτος; Θεέ μου! Λϋσανδρε, ε;
                [...]

Πράξη Γ΄, Σκηνή 2η

ΠΟΥΚ:   Βασιλιά των ξωτικώ
                να κι η Ελένη, φτάνει εδώ.
                Κι από πίσω της με πάθος
                τρέχει ο νιος, που πήρα λάθος.
                Γλέντι που έχει να γενεί!
ΟΜΠΕΡΟΝ: Κρύψου! Μόλις θα μιλήσουν
                τον Δημήτρη θα ξυπνήσουν.
ΠΟΥΚ:    Δυο θε ν' αγαπούνε μια,
                τι αστείο, τι πετυχια!
                Πώς μ' αρέσουν οι δουλειές
                που έχουν τέτοιες μπερδεψιές!
        (Ξαναμπαίνουν ο Λύσανδρος κι η Ελένη)

PUCK:    Captain of our fairy band, 110
                Helena is here at hand;
                And the youth, mistook by me,
                Pleading for a lover's fee.
                Shall we their fond pageant see?
                Lord, what fools these mortals be!
OBERON: Stand aside: the noise they make
                Will cause Demetrius to awake.
PUCK:    Then will two at once woo one;
                That must needs be sport alone;
                And those things do best please me 120
                That befal preposterously.
                   (Enter LYSANDER and HELENA)

                Γιατί θαρρείς πως κοροϊδεύω όταν σου λέω
                πως σ' αγαπώ; Δες, σαν ορκίζομαι, πως κλαίω.
                Δάκρυα δε φέρνει ο χλευασμός, ούτ' η ειρωνεία.
                Της πίστης δάκρυα είναι αυτά. Πώς κοροϊδία
                μπορεί να φαίνεται σε σένα αυτό το πράμα
                αφού της πίστης είναι βούλα αυτό το κλάμα;
ΕΛΕΝΗ: Η πονηριά σου όσο πάει και δυναμώνει.
                Φριχτό η αλήθεια την αλήθεια να σκοτώνει
                Τους ίδιους όρκους έχεις κάνει στην Ερμία;
                Πώς την αρνιέσαι με τη νέα σου φλυαρία;
                Γιατί τον όρκο με τον όρκο όταν ζυγιάζεις,
                δε βρίσκεις άκρη, και τους όρκους που αραδιάζεις
                σε με κι εκείνη, αν μπουν στο ζύγι, αντιζυγιάζουν
                κι είν' αλαφροί το ίδιο, φαφλατάδες μοιάζουν.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Όταν ορκίζομουν σ' αυτή, δεν είχα κρίση.
ΕΛΕΝΗ: Όχι, ούτε τώρα που την έχεις παρατήσει.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Εκείνη θέλει κι ο Δημήτρης, όχι εσένα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: (Ξυπνώντας) Ελένη, θεά, νεράιδα, ουράνια, αιθέρια, τέλεια!
                Με τι μάτια σου, ω καλή, να παρομοιάσω;
                Το κρούσταλλο είναι σκούρο. Ω, πόσο σκανταλίζουν
                για το φιλί τα χείλη σου, ώριμα κεράσια!
                Το πιο καθάριο χιόνι στην κορφή του Ταύρου,
                που κρουσταλλένια ασπράδα παίρνει απ' την πνοή
                του ανατολίτη αγέρα, μαύρη κάργια γίνεται,
                μόλις σηκώσεις συ το χέρι σου. Άσε με, αχ,
                να προσκυνήσω της ασπράδας της βασίλισσα,
                του ολάσπρου αγνού τη θεία σφραγίδα να φιλήσω!
ΕΛΕΝΗ:  Ω κόλαση! Ω ντροπή! Σεις βλέπω συμφωνήσατε
                να διασκεδάσετε μαζί μου: κύριοι αν ήσαστε
                κι είχατε τρόπους, έτσι δε θα με προσβάλλατε.
                Ξέρω το μίσος της καρδιάς σας, δε σας φτάνει
                παρά βαλθήκατε και να με ρεζιλέψετε;
                Αν ήσαστε άντρες, όπως είσαστε στην όψη,
                σε μια κυρία δε θα φερνόσαστε έτσι. Μ' όρκους
                και λόγια αγάπης να παινεύετε τα μέλη μου,
                ενώ απ' τα βάθη της καρδιάς σας με μισείτε!
                Εσείς δυο αντίπαλοι για αγάπη της Ερμίας,
                και πάλι αντίπαλοι στην κοροϊδία για μένα!
                [...]
                          (Ξαναμπαίνει η Ερμία.)
ΕΡΜΙΑ:   Δε σ' ήβρε, Λύσανδρε, το μάτι μου. Τ' αφτί μου
                σε σένα μ' έφερε, γι αυτό το ευχαριστώ.
                Μ' αυτός τι τρόπος ήταν έτσι να μ' αφήσεις;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:Κι έχει όποιος σπρώχνεται απ' τον έρωτα στασιό;
ΕΡΜΙΑ:   Τι έρωτας έσπρωξε τον Λύσανδρο μακριά μου;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Του Λϋσανδρου έρωτας, που δεν τον άφηνε ήσυχο,
                η ωραία Ελένη, που στολίζει πιο πολύ
                τη νύχτα απ' όλα αυτά τ' αστέρια και τις πούλιες.
                Τι τρέχεις πίσω μου; Μ' αυτό δεν το κατάλαβες,
                πως από σένα μίσος μ' έδιωξε για σένα;
ΕΡΜΙΑ:   Δεν τα πιστεύεις όσα λες, δε γίνεται, όχι.
ΕΛΕΝΗ:  Α, είναι και τούτη μες σ' αυτή τη συμπαιγνία!
                Τώρα το βλέπω: συμφωνήσανε κι οι τρεις τους
                για να μου παίξουν αυτό το άνοστο παιγνίδι.
                Κακίστρω Ερμία! Κόρη αχάριστη! Και συ
                συνώμοσες μαζί μ' αυτούς και τα σκεδιάσατε
                για να με μπλέξετε μεσ' στη σαχλή ειρωνεία σας;
                [...]
ΕΡΜΙΑ:   Παραξενεύομαι με τα οργισμένα λόγια σου.
                Σε κοροϊδεύω εγώ, ή εσύ με κοροϊδεύεις;
ΕΛΕΝΗ:  Εσύ δεν έβαλες επίτηδες τον Λύσανδρο
                να τρέχει πίσω μου γι αστεία και να παινεύει
                το πρόσωπό μου και τα μάτια μου; Δεν έκανες
                τον ερωμένο σου τον άλλο, τον Δημήτρη, -
                που τώρα μόλις λίγο με κλωτσοπάτησε -
                να με καλεί θεά, νεράιδα, θεία, πεντάμορφη,
                ουράνια, ασύγκριτη; Πώς τέτοια λέει σ' αυτή
                που τη μισεί; Και πώς ο Λύσανδρος αρνιέται
                τον έρωτά σου, που ήταν πλούτος στην ψυχή του,
                να μου προσφέρει αγάπη εμένα, αν δεν τον έβαλες
                εσύ με την δική σου συγκατάθεση;
                [...]
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Ελένη, στάσου, ευγενικιά ψυχή, άκουσέ με
                ζωή μου, αγάπη μου, ψυχή μου, ωραία Ελένη!
ΕΛΕΝΗ:  Έξοχα!
ΕΡΜΙΑ:   Φίλε μου, έτσι μην την κοροϊδεύεις.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Αν όχι με καλό, θ' ακούσει με στανιό!
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Στανιό δικό σου κι αυτηνής ορμήνιες το ίδιο τα 'χω.
                Δεν πιάνουν οι φοβέρες σου, ούτε τα παρακάλια της.
                Σ' το λέω, Ελένη, σ' αγαπώ, μα τη ζωή μου.
                Σ' αυτί σ' ορκίζομαι, που εσένα το θυσιάζω,
                να βγάλω ψεύτη αυτόν που λέει δε σ' αγαπώ.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Κι εγώ σου λέω πως σ' αγαπώ απ' αυτόνε πιο πολύ.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Αφού το λες με το σπαθί σου, απόδειξέ το κιόλα.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ: Εμπρός!
ΕΡΜΙΑ:                      Τι είν' όλα τούτα, Λύσανδρέ μου;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Τραβήξου αράπισσα!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:                                    Όχι δα! Για δες τον, τάχα
                πως πολεμάει να της ξεφύγει. Πρώτα κάνεις
                τάχα πως θες ν' ακολουθήσεις, μα δεν έρχεσαι.
                Είσαι δειλός καημένε!
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:                         Φεύγα, στα κομμάτια!
                Άσε με γάτα, γκολλιτσίδα, άσε, γιατί
                θα σε τινάξω πέρα, σίχαμα, σα φίδι!
ΕΡΜΙΑ:   Πώς έτσι αγρίεψες, πώς άλλαξες, καλέ μου;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Καλός σου! Πέρα, μαυροτσούκαλο, Άδη, Τάρταρε!
                Φεύγα, αναγούλα, γιατρικό πικρό, μακριά!
ΕΡΜΙΑ:   Δε χωρατεύεις;
ΕΛΕΝΗ:  Πώς; Κι εσύ το ίδιο κάνεις;
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ: Δημήτρη, έχεις το λόγο μου.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ:                                               Θα προτιμούσα
                να σ' έχω με χαρτί δεμένο, τι όπως βλέπω,
                κι ένας αδύνατος δεσμός σε καταφέρνει.
                Λόγο από σένα δεν πιστεύω.
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ:                                  Μα τι θέλεις;
                να τη χτυπήσω, να τη δείρω, να τη σφάξω;
                κι αν τη μισώ, κακό δε θέλω να της κάνω.
ΕΡΜΙΑ:   Κι είναι κακό χειρότερο απ' το μίσος σου άλλο;
                Μίσος! Γιατί; Αχ, αλί μου, τι ναι τούτα, αγάπη μου;
                Δεν είμαι γω η Ερμία; Εσύ δεν είσαι ο Λύσανδρος;
                Ωραία και τώρα είναι η μορφή μου όσο και πριν.
                Σαν ήρθε η νύχτα μ' αγαπούσες.
                Νύχτα είν' ακόμα και μ' αφήνεις.