Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

tragoudia / τραγούδια


Ομάδα Οδυσσέας
Τραγούδια που εκφράζουν την αντρική ματιά στον έρωτα


"Θα ζήσω ελεύθερο πουλί"

Μουσική: Ζάκ Ιακωβίδης
Στίχοι: Γαβριηλίδης Μιχάλης
Ερμηνεία: Χρηστάκης


Δεν θέλω μόνιμη αγκαλιά
Δεν θέλω μόνιμα φιλιά
Δεν θέλω έλεγχο τι κάνω και πού πάω
Τι ώρα γύρισα εχτές
Με ποιες αλήτευα προχτές
Τέτοια σκλαβιά δε την μπορώ, δε την βαστάω


Θα ζήσω ελεύθερο πουλί
Κι όχι κορόιδο στο κλουβί
για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω
Θα χτίσω είκοσι φωλιές
κι άμα γουστάρω αγκαλιές
από κανάρα σε κανάρα θα πετάω

Θέλει η ζωή μας αλλαγές
και ας τσατίζονται πολλές
Δεν δίνω φράγκο καθεμιά τι θα μου σούρει
Και το πουλί για να τραφεί
πρέπει ν’ αλλάζει την τροφή
και όχι σκέτο κανναβούρι, κανναβούρι

Θα ζήσω ελεύθερο πουλί
Κι όχι κορόιδο στο κλουβί
για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω
Θα χτίσω είκοσι φωλιές
κι άμα γουστάρω αγκαλιές
από κανάρα σε κανάρα θα πετάω

"Θα ζήσω ελεύθερο πουλί"

Μουσική: Ζάκ Ιακωβίδης
Στίχοι: Γαβριηλίδης Μιχάλης
Ερμηνεία: Χρηστάκης


------------------------------------
   

"Το τραγούδι των συντρόφων"

στίχοι : Κώστας Καρτελιάς
μουσική : Μίκης Θεοδωράκης
ερμηνεία : Μαρία Φαραντούρη 


Μονάχοι, 
θα ταξιδέψουμε στον κίνδυνο
Η Θάλασσα η ανοιχτή μας περιμένει
Είναι στη μοίρα μας 
να μη χωράμε πουθενά
να μην υπάρχει μια στεριά
ν΄ αράξουμε.  
                                                                                               
Για πάντα
αυτή η καρδιά μας η ασίγαστη
μας έβαλε τα χέρια στο τιμόνι
Με την ψυχή μας
να ανεμίζει στα πανιά
για έναν έρωτα εμείς
θα φύγουμε.

Ιθάκη
Για μας το πέλαγο το ξέσκεπο
γεμίσαν με μνηστήρες τα λιμάνια
Ο κόσμος πάντα
βρίσκει καινούργιο βασιλιά
κι εμείς μονάχοι ποιητές
θα μείνουμε

"Το τραγούδι των συντρόφων"

στίχοι : Κώστας Καρτελιάς
μουσική : Μίκης Θεοδωράκης
ερμηνεία : Μαρία Φαραντούρη 


------------------------------------
   


                  
                                                                                       
















Μύθος Οδυσσέα και Πηνελόπης / Myth of Odysseus and Penelope



"Μύθος Οδυσσέα & Πηνελόπης"
Σύμφωνα με την Οδύσσεια του Ομήρου

Ο Οδυσσέας, μυθικός βασιλιάς της Ιθάκης ,είναι ο βασικός ήρωας στο επικό ποίημα του Ομήρου, Οδύσσεια, και επίσης διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στο άλλο έπος του Ομήρου, την Ιλιάδα. Είναι ευρέως γνωστός για την πονηριά και εφευρετικότητά του, διάσημος και για τα δέκα χρόνια που του πήρε η επιστροφή στο σπίτι του, μετά τον Τρωικό Πόλεμο όπως αλληγορικά του απέδωσε ο Όμηρος. Ήταν γιος του Λαέρτη και της Αντίκλειας, σύζυγος της Πηνελόπης και πατέρας του Τηλεμάχου.



Στο νησί της Κίρκης έφθασαν ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του κατά την περιπλάνησή τους. Τους πρώτους από αυτούς που την επισκέφθηκαν η Κίρκη προσκάλεσε σε γεύμα με φαγητά στα οποία είχε ρίξει κάποιο από τα μαγικά της φίλτρα. Μετά το φαγητό, τους άγγιξε με το μαγικό της ραβδάκι και τους μεταμόρφωσε σε χοίρους. Μόνο ο Ευρύλοχος, που την υποψιάσθηκε από την αρχή, γλίτωσε και ειδοποίησε τον Οδυσσέα και τους άλλους που είχαν μείνει στα πλοία τους. Ο Οδυσσέας ξεκίνησε να σώσει τα θύματα της Κίρκης. Στο δρόμο τον πρόλαβε ο Ερμής και του είπε να προμηθευθεί το βοτάνι  για να μην έχει την ίδια τύχη. Έτσι και έγινε. Αφού τα μαγικά της Κίρκης απέτυχαν, η μάγισσα εξεπλάγη τόσο ώστε να ερωτευθεί τον Οδυσσέα και να συμφωνήσει να ξαναδώσει στους συντρόφους του την ανθρώπινη μορφή. Στη συνέχεια ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του παρέμειναν στο νησί της επί ένα έτος και μετά τους έδωσε οδηγίες πώς να επιστρέψουν στην πατρίδα τους.







Η Καλυψώ κατοικούσε σε ένα μεγάλο σπήλαιο, κοντά στην είσοδο του οποίου υπήρχαν φυσικοί κήποι, ιερό δάσος και πηγές. Δηλαδή ήταν σαν ένας μικρός παράδεισος το νησί της. Εκεί περνούσε την ημέρα της η Νύμφη, κλώθοντας και υφαίνοντας με τις υπηρέτριές της, που ήταν και αυτές Νύμφες. Η Καλυψώ υποδέχθηκε τον Οδυσσέα στο νησί της ως ναυαγό, όπου τον ερωτεύθηκε και γι' αυτό τον κράτησε κοντά της επί δέκα χρόνια. Σύμφωνα με άλλους συγγραφείς, ο Οδυσσέας έμεινε με την Καλυψώ 7 χρόνια ή και ένα μόνο έτος. Η Καλυψώ του υποσχόταν ότι θα τον έκανε αθάνατο, αλλά ο Οδυσσέας δεν εγκαταλείφθηκε στη γοητεία της, γιατί ο βαθύτερος εσωτερικός πόθος του ήταν η επιστροφή του στην Ιθάκη. Με την παράκληση της θεάς Αθηνάς ο Δίας έστειλε τον Ερμή στην Καλυψώ για να της ζητήσει να αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει. Μετά από αυτό, η Καλυψώ με μεγάλη της λύπη τον άφησε να φύγει, αφού πρώτα του έδωσε ξυλεία και πανί για να κατασκευάσει μία σχεδία, καθώς και προμήθειες για το ταξίδι του. Επίσης του υπέδειξε ποιους αστέρες να παρατηρεί για να ρυθμίζει την πορεία του. Μεταγενέστεροι μύθοι αναφέρουν ότι ο Οδυσσέας και η Καλυψώ απέκτησαν μαζί ένα γιο, τον Λατίνο.








 Η Ναυσικά είναι γνωστή πριγκιποπούλα, κόρη του βασιλιά των Φαιάκων, του Αλκινόου και της Αρήτης. Η Ναυσικά, που είχε πολλά αδέλφια, περιγράφεται από τον Όμηρο ως νεαρή και πολύ χαριτωμένη: ο Οδυσσέας λέει ότι έμοιαζε με θεά, ιδιαίτερα την Αρτέμιδα. Αφού ο Οδυσσέας είχε εγκαταλείψει το νησί της Καλυψώς, ναυάγησε και τελικά κατάληξε από τη θάλασσα στην ακτή κάποιου άγνωστου σε αυτόν νησιού, όπου και κοιμήθηκε μέσα σε ένα παραθαλάσσιο δασάκι. Το νησί αυτό ήταν η σημερινή Κέρκυρα. Το πρωί πήγε η Ναυσικά μαζί με τις ακόλουθές της στο μέρος εκείνο, που ήταν κοντά στο δασάκι και άρχισαν το πλύσιμο, ενώ έπαιζαν και μπάλα. Ξαφνικά ο Οδυσσέας παρουσιάσθηκε γυμνός όπως ήταν μπροστά τους. Οι άλλες γυναίκες, μόλις τον είδαν, έτρεξαν κι έφυγαν φοβισμένες. Μόνη η Ναυσικά παρέμεινε και έδωσε στον Οδυσσέα ρούχα και τροφή, και κατά το απόγευμα επέστρεψε μαζί του στην πόλη και τον οδήγησε στο ανάκτορο του πατέρα της. Εκεί, ο Οδυσσέας εξιστορεί τις περιπέτειές του στη βασιλική οικογένεια.







Η Πηνελόπη, εκτός από ομορφιά και πλούτη, είχε και όλες τις αρετές μιας ιδανικής συζύγου. Ήταν έξυπνη, συνετή, πιστή στον άντρα της και αφοσιωμένη στο γιο της, Τηλέμαχο, που ήταν βρέφος ακόμη. Όταν ο Οδυσσέας έφυγε, της είπε να ξαναπαντρευτεί αν δε γύριζε. Παρόλα αυτά η Πηνελόπη τον περίμενε για 20 χρόνια, ακόμη και όταν όλοι τον θεωρούσαν νεκρό. Τα 20 χρόνια της απουσίας του Οδυσσέα, η Πηνελόπη, μόνη, όμορφη και βασίλισσα καθώς ήταν, προσέλκυσε πολλούς ευγενείς μνηστήρες που επιθυμούσαν να την παντρευτούν και να ανακηρυχθούν άρχοντες της Ιθάκης. Στην αρχή, η Πηνελόπη τους αγνοούσε, όταν όμως οι μνηστήρες άρχισαν να την πιέζουν, αναγκάστηκε να δηλώσει ότι θα διαλέξει έναν από αυτούς, όταν θα τελειώσει το σάβανο που έπλεκε για τον πεθερό της Λαέρτη. Η Πηνελόπη, που δεν επιθυμούσε βέβαια να ξαναπαντρευτεί, έπλεκε το σάβανο την ημέρα και το ξήλωνε την νύχτα. Αυτό συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, κατά τα οποία οι μνηστήρες έτρωγαν και λεηλατούσαν την περιουσία του Οδυσσέα, μέχρι που κάποια υπηρέτρια την πρόδωσε. Τότε πάλι αναγκάστηκε να ανακηρύξει αγώνα τοξοβολίας, για να παντρευτεί τον νικητή. Εκείνη όμως ήταν και η στιγμή που επέστρεψε ο Οδυσσέας, φόνευσε τους μνηστήρες και ξανακέρδισε την σύζυγό του.






               

Πηνελόπη


Οδυσσέας και Πηνελόπη
        





Tennyson A. / Τεννυσον Α.




Τένισον Άλφρεντ/ Alfred Tennyson  
(1809 – 1892 )




Ένας από τους πιο γνωστούς Άγγλους ποιητές. Ήταν γιος Άγγλου πάστορα και πραγματοποίησε λαμπρές σπουδές στο ονομαστό κολέγιο του Cambridge, Trinity College. Ήταν μαθητής ακόμα, όταν βραβεύτηκε σε ποιητικό διαγωνισμό. Σε ηλικία 18 χρόνων (1827) δημοσίευσε μαζί με τον αδερφό του Ιωάννη τη συλλογή "Ποιήματα δύο αδερφών". Το 1803 τα "Λυρικά ποιήματα" προκάλεσαν το ενδιαφέρον των κριτικών. Ακολούθησε η συλλογή "Η πριγκίπισσα" (1847) και "Τα ειδύλλια του βασιλιά". Το 1833 πέθανε πρόωρα ο φίλος του Αρθ. Χάλλαμ, για τον οποίο έγραψε την ελεγεία του "Εις μνήμην", που θεωρείται το αριστούργημά του. Ακολούθησε μία σειρά από λαμπρά πατριωτικά ποιήματα. Το 1855 δημοσίευσε τη "Μοντ" και ακολούθησαν: "Οδυσσέας" (1842), "Το άγιο δισκοπότηρο", "Η τελευταία κονταρομαχία", τα δραματικά έργα: "Βασίλισσα Μαίρη", "Χάρολντ", "Δασοφύλακες", "Το κύπελλο" και η τραγωδία "Μπέκετ". Το 1850 χρόνο στέφτηκε επίσημα ποιητής (Poet Laureate = Δαφνοστεφανωμένος Εθνικός Ποιητής). Το 1884 απέκτησε τον τίτλο του λόρδου. Ο θάνατός του απετέλεσε εθνικό πένθος για ολόκληρη την Αγγλία και στο αβαείο του Westeminster στήθηκε ο αδριάντας του.














                                  

Alfred Lord Tennyson (1809-1892)
Ulysses” / “Οδυσσέας” (1842)

Ανάξιο είναι στην ήρεμη γωνιά μου,
σαν οκνός βασιλιάς στ' άγονα βράχια,
στο πλάι γριάς συμβίας, να μοιράζω
άνισους νόμους σε τραχιούς ανθρώπους
που τρώνε, θησαυρίζουν και κοιμούνται
και δε με νιώθουν. Δεν μπορώ να πάψω
να ξεκινάω για νέα ταξείδια πάντα.
Θέλω να πιω της ζωής τη στερνή στάλα.
Έχω χαρεί πολύ, πολλά υποφέρει
μονάχος μου ή μ' αυτούς που μ΄ αγαπούσαν,
έξω σ' ακρογιαλιές ή όταν μπουρίνια
ξεσπούσανε κι οι Δωδωναίες οι Νύμφες
τη σκοτεινή τη θάλασσα ταράζαν.
Στης φήμης τα φτερά ζει τ' όνομά μου,
κ' η αχόρταγη καρδιά καινούριο πόθο
πάντα διψάει, κι ας γνώρισα κι ας είδα
σ' άλλες χώρες πως ζουν πως κυβερνούνε.
[...]
Δεν αξίζει κανείς να σταματάει,
να μη λάμπει σε δράση να σκουριάζει
γιατί δε φτάνει μόνο ν' ανασαίνεις.
Τα χρόνια της ζωής μας είναι λίγα,
και τώρα ζωή λίγη μου απομένει
μα και μιαν ώρα μόνο σαν μπορέσεις
απ' την παντοτεινή σιωπή ν' αδράξεις,
πολλά πράματα νέα θα δεις, θα μάθεις.
Θα 'μουν δειλός αν ήθελα, για λίγο
καιρό ακόμα που θα χαρώ τον ήλιο,
στον κόσμο εδώ να ζω με φρονιμάδα,
αφού κεντρίζει την ψυχή μου ο πόθος
να κυνηγώ τη Γνώση πέρα από τα όρια
της ανθρώπινης σκέψης, σαν αστέρι.
[...]
Εκεί είναι το λιμάνι. Το καράβι
με πανιά σηκωμένα περιμένει,
το πέλαο το πλατύ πέρα μαυρίζει.
Ναύτες που αγωνιστήκατε μαζί μου
μ' αντρεία ψυχή στις έγνοιες και στο μόχτο,
που με καρδιά καλή και αταραξία
δεχτήκατε με χαμογέλιο πάντα
το λαμπερό ουρανό ή τους κεραυνούς του,
είμαστε γέροι, αλλά τα συνοδεύουν
πάντα τα γηρατειά η τιμή, το χρέος.
Όλα τα σβήνει ο θάνατος. Μα τώρα,
πριν έρθει, εμείς να κάνουμε μπορούμε
έργο τρανό κι αντάξιο των ανθρώπων
που ακόμα και στους θεούς αντισταθήκαν.
[...]
Αρκετά κατορθώσαμε, μα πάντα
πολλά μένουν ακόμα για να γίνουν.
Κι αν δυνατοί δεν είμαστε όπως πρώτα
στα παλιά χρόνια, που είχαμε στο χέρι
γη κι ουρανό, είμαστε κατι ακόμα,
γιατί οι καρδιές μας είναι εξίσου αντρείες.
Κι αν ο καιρός κ' η Μοίρα τις κουράσαν,
όμως τη θέλησή τους δεν στομώνουν
για αγώνες νέους, για νέες αναζητήσεις,
και δύναμη καμιά δεν τις δαμάζει.

[Μετάφραση: Δημήτριος Σταύρου]



                             


                                                      
                                

Dante / Δάντης



Δάντης Αλιγκιέρι / Dante Alighieri
(1265-1321)


Ο Δάντης Αλιγκιέρι / Dante Alighieri (1265-1321) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Ιταλούς ποιητές. Θεωρείται ο πρώτος σημαντικός δημιουργός στην ιταλική ποίηση, ενώ το περίφημο έργο του, η Θεία Κωμωδία, εκτιμάται ως ένα από τα σημαντικότερα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
H Θεία Κωμωδία αποτελείται από τρία μέρη:  
Κόλαση, Καθαρτήριο, Παράδεισος.
Ο ποιητής με οδηγό τον Βιργίλιο στην αρχή και μετά τη Βεατρίκη 
επισκέπτεται διαδοχικά τους τρεις χώρους. 

Eugene Delacroix, "Ο Δάντης και ο Βιργίλιος στην Κόλαση" (1822)


Ο Δάντης γεννήθηκε στη Φλωρεντία και καταγόταν από αρχοντική οικογένεια. Πατέρας του ήταν 
 Alighiero di Bellincione και μητέρα του η Donna Bella degli Abati, η οποία πέθανε όταν ο Δάντης ήταν περίπου πέντε ετών. Η ακριβής ημερομηνία γέννησης του δεν είναι γνωστή, ωστόσο ο ίδιος αναφέρει στα γραπτά του πως γεννήθηκε στον αστερισμό των Διδύμων και επομένως η γέννηση του τοποθετείται από τα μέσα Μαΐου μέχρι τα μέσα Ιουνίου του 1265.

Σε ηλικία μόλις εννέα ετών, ο Δάντης γνώρισε την Βεατρικη Πορτιναρι, ένα χρόνο μικρότερη και κόρη του πλούσιου άρχοντα Folco Portinari. Η Βεατρίκη αποτέλεσε τον πρώτο πλατωνικό έρωτα του Δάντη ο οποίος όμως είχε άδοξη κατάληξη με το θάνατο της Βεατρίκης το 1290. Το γεγονός αυτό φαίνεται πως αποτέλεσε και την αφορμή να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά ο Δάντης στην Λατινική λογοτεχνία, τη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Μεταγενέστερα, η Βεατρίκη παρουσιάζεται ως κεντρικός χαρακτήρας στη Θεία Κωμωδία.

Ο Δάντης και η Βεατρίκη
(Η Βεατρίκη διακρίνεται αριστερά με κίτρινο φόρεμα)    

Το 1296 παντρεύτηκε την Γκέμμα, από την οικονομικά ισχυρή οικογένεια των Ντονάτι. Είναι αξιοσημείωτο πως ο ίδιος ο Δάντης δεν αναφέρει στα γραπτά του τίποτα σχετικά με την Γκέμμα. Πιστεύεται πως μαζί απέκτησαν τρία παιδιά (Jacopo, Pietro και Antonia).

Τα νεανικά χρόνια του Δάντη επηρεάστηκαν άμεσα από τις πολιτικές καταστάσεις. Την εποχή εκείνη, η Φλωρεντία, όπως και ολόκληρη η Ιταλία, ήταν διχασμένη ανάμεσα σε δύο μεγάλα κόμματα, τους Γουέλφους και τους Γκιβελίνους. Οι Γουέλφοι βρίσκονταν περισσότερο με το μέρος του πάπα ενώ οι Γιβελίνοι με του αυτοκράτορα. Από το 1287 ο Δάντης έλαβε μέρος σε πολέμους εναντίον των Γιβελίνων. Το 1292, το κόμμα των Γουέλφων ήρθε στην εξουσία και εκδίωξε από τα δημόσια αξιώματα τους αντιπάλους τους.
Ωστόσο ξέσπασαν έντονες διαμάχες μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να διασπαστούν στους Μαύρους Γκιμπελίνους, που υποστήριζαν πως δεν έπρεπε να δοθούν πολλά προνόμια στο λαό και στους Άσπρους Γουέλφους, τους δημοκρατικούς. Ο Δάντης πήρε το μέρος των Άσπρων, ωστόσο η πλευρά των Μαύρων επικράτησε με αποτελέσμα να καταδικαστεί σε εξορία και επιπλέον στο να πληρώσει πέντε χιλιάδες φλωρίνια εντός τριών ημερών. Μετά από αδυναμία του Δάντη να πληρώσει αυτό το ποσό, μια νέα καταδικαστική απόφαση όρισε πως έπρεπε να καεί ζωντανός όπου και αν πιαστεί.


Τα τελευταία χρόνια του Δάντη πέρασαν χωρίς ιδιαίτερες κακουχίες, στη αυλή του άρχοντα της Ραβέννας Guido Novello. Εκεί τον επισκέπτονταν οι γιοί του και οι φίλοι του, ενώ ο ίδιος αφοσιώθηκε σε επιστημονικές μελέτες. Στην πόλη της Ραβέννας ολοκλήρωσε και την Θεία Κωμωδία.
Γυρνώντας από τη Βενετία όπου βρισκόταν μαζί με επίσημη αποστολή του ηγεμόνα της Ραβέννας, ο Δάντης αρρώστησε και τελικά πέθανε στις 14 Σεπτεμβρίου του1321. Τον έθαψαν με τιμές στον Άγιο Πέτρο όπου βρίσκεται έως σήμερα ο τάφος του.


                                                                           


Δάντης Αλιγκέρι / Dante Alighieri (1265-1321)
Θεία Κωμωδία / La Divina Commedia
Κόλαση (1314)
Καθαρτήριο (1316)
Παράδεισος (1321)

[Το τέλος του Οδυσσέα]
Κόλαση (1314), 26ο Άσμα

Μόλις χωρίστηκα από την Κίρκη, που απάνω
από ένα χρόνο με είχε καρφώσει εκεί πλησίον
στη Γαέτα, όπως αργότερα ο δικός σας
ο Αινείας την ονόμασε, τίποτε δεν αξιώθηκε,
ούτε του γιου μου η γλυκιά μνήμη, ούτε το σέβας
για γέροντα Πατέρα, ούτε το χρέος μου για αγάπη
που, αν το ξεπλήρωνα, στην Πηνελόπη
θα 'δινε τη χαρά, τίποτε δεν αξιώθηκε
τη φλόγα μέσα μου, που μ' έτρωγε, να σβήσει,
αυτήν που μ' έσπρωχνε τι θα πει κόσμος να γνωρίσω,
να λάβω πείρα από τα πάθη ή απ' την ανδρεία των ανθρώπων.
Και έξω από έγνοιες ρίχθηκα για τ' ανοιχτά
πελάγη, για την ευρύχωρη τη θάλασσα, καταμόναχος
σ' ένα σκαρί από ξύλο. Η συντροφιά μου λιγοστή,
όσοι μου στάθηκαν πιστοί, κανένας άλλος.
Τρικυμισμένος, από παραλία σε παραλία, είδα στο τέλος
την Ισπανία, είδα και το Μαρόκο, είδα και το νησί
των Σάρδων, μαζί με τ' άλλα τα νησιά, που βρέχει
μέσα τους η κλειστή θάλασσα. Εγώ και τα συντρόφια
ήμαστε γερασμένοι πια και αργοκίνητοι, όταν αγγίξαμε
το στενό κανάλι, που ο Ηρακλής
έθεσε σύνορο στον άνθρωπο να μην το ξεπεράσει.
Αφήκα στη δεξιά μου τη Σεβίλια και η Σέτα
μ' αφήκε στα ζερβά. Αδέλφια μου, είπα, σεις
που σμίξατε μαζί μου και τους χίλιους πόνους
γευθήκατε και φθάσαμε στη δυτικήν
άκρια του κόσμου, το λίγο που σας μένει
απ' τη ζωή, μην αρνηθείτε μιαν ακόμη
πείρα να λάβετε μαζί μου, πίσω απ' τον ήλιο
να μάθουμε τι γίνεται, στον έρημο τον κόσμο,
που ψυχή ζωντανή δεν κατοικεί. Για στοχαστείτε
τη θεϊκιά σας φύτρα· δεν έχετε πλαστεί
να ζήσετε σαν κτήνη, μοίρα σας είναι
η ανδρεία, η γνώση. Τους συντρόφους μου
τα παρακάλια μου τους λύγισαν, τα λίγα λόγια
τους φτέρωσαν για το άγνωστο ταξίδι. Την πλώρη μας
τότε τη στρίψαμε κατά που βγαίνει ο ήλιος, τα κουπιά
στα χέρια μας φτερά γινήκαν και πετούσαμε
στον ξέφρενο τον πλου, με τη στεριά ζερβά μας.
Όλα τα ξένα αστέρια του άλλου πόλου
φωτίζανε τις νύχτες μας, και ο Πολικός μας τόσο χαμηλός
που άγγιζε τη γραμμή της θάλασσας. Πέντε φορές
θέριεψε κι άλλες τόσες εσβήστη της Σελήνης
το φέγγος, από τη στιγμή που ξεθαρρέψαμε
για τη μεγάλη πλάνεση. Τότε μπροστά μας
ορθώθηκε ένα όρος. Από το μάκρος
που μας ξεχώριζε φαινόταν σκοτεινό, και όσο για ύψος,
ποτέ μου δεν θυμόμουν ψηλότερο να 'χω αντικρίσει.
Τρελά χαρήκαμε σαν το είδαμε, μα η αναγάλια
γρήγορα γύρισε σε θρήνο, γιατί απ' τη νέα τη γη
ένα μπουρίνι ξέσπασε και χτύπησε σκληρά
την πλώρη μας, τρεις γύρους έκανε στα κύματα
το ξύλο μας, μα η τέταρτη ύψωσε την πρύμη μας,
τότε που η πλώρη βούλιαζε στον σίφουνα. Ήταν βουλή θεού,
το κύμα μας κουκούλωσε, εκλείστη η θάλασσα από πάνω μας.
[...]

[Μετάφραση: Τ. Κ. Παπατσώνης]