Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Ριμάδα Κόρης και Νιου


ΡΙΜΑΔΑ ΚΟΡΗΣ ΚΑΙ ΝΙΟΥ

Κόρη και νιος δικάζεται από 'να παραθύρι
μια νύκτα ως οπόδωσεν τς αυγής το σημαντήρι.
Ο νιότερος ζητά φιλί κι η κόρη δακτυλίδι,
 κι ο νιος το δακτυλίδιν του της κόρης δεν το δίδει,
μα με κρυφά κομπώματα δώσει το θέλει λέγει
και πώς και τί και ποταπώς, με τί τρόπον το λέγει;

όντεν ιδής ασπούργιτα να διώχνη το ξιφτέρι,
όντεν η θάλασσα σπαρθή σιτάρι και κριθάρι,
όντεν ιδείς εις το βουνί να περπατεί το ψάρι,
όντεν ο σκύλος κι ο λαγός ποίσουν αδελφοσύνη,
κι η γάτα με τον ποντικόν ποίσουν συντεκνοσύνη,
όντεν ο γάιδαρος γενεί άγγελος να πετάξει
και ιδείς τον ήλιον τ' ουρανού τη στράτα του ν' αλλάξει,
όντεν ιδείς τς ασπάλαθους και να γενούν μερσίνη,
όντε γενούσιν οι μηλιές του λαγκαδίου σκίνοι,
όντεν ιδείς το πέλαγος ν' αρχίσει ν' αποφρύσσει
τότες εμέν κι εσέν, κυρά, θέλουσιν ευλογήσει".



Η κόρη, ως ήτον φρόνιμη, με γνώσην εγρικήθη
και προς αυτόν τον νιότερον ίτις απιλογήθη:
"Όντεν ο μέγας ουρανός πέσει κάτω στο χώμα
και η αλήθεια, νιότερε, φανερωθεί για ψόμα,
όντες ιδείς τη θάλασσα και αρχίσει να γλυκάνει,
όντε βρεθεί για τους νεκρούς ανάστασης βοτάνι,
όντε το φέγγος τ' ουρανού πέσει στη γη να σβήσει,
τότες εσέν, αφέντη μου, θέλω γλυκοφιλήσει".

Και μέσα στ' όχι και εις το ναι, μέρωμα και εις αγριάδα
έσωνε και κατάνταινε της μέρας η ασπράδα
κι εκίνα ο κυρ Ήλιος του δρόμου να φουσκώνει,
της νύχτας τες κουρφόβλεψες να τες ξεφανερώνει.
Τότες ο νιος εμίσεψεν από την κορασίδα
και σε καμία συνίβαση δεν ήλθασιν, ως οίδα. [...]




ΡΙΜΑΔΑ ΚΟΡΗΣ ΚΑΙ ΝΙΟΥ


Κόρη και νιος δικάζεται από 'να παραθύρι
μια νύκτα ως οπόδωσεν τς αυγής το σημαντήρι.



Ο νιότερος ζητά φιλί κι η κόρη δακτυλίδι,
 κι ο νιος το δακτυλίδιν του της κόρης δεν το δίδει,
μα με κρυφά κομπώματα δώσει το θέλει λέγει
και πώς και τί και ποταπώς, με τί τρόπον το λέγει;



"'Οντεν ο κόρακας γενή άσπρος σαν περιστέρι,



όντεν ιδής ασπούργιτα να διώχνη το ξιφτέρι,
όντεν η θάλασσα σπαρθή σιτάρι και κριθάρι,
όντεν ιδείς εις το βουνί να περπατεί το ψάρι,




όντεν ο σκύλος κι ο λαγός ποίσουν αδελφοσύνη,


κι η γάτα με τον ποντικόν ποίσουν συντεκνοσύνη,




όντεν ο γάιδαρος γενεί άγγελος να πετάξει



και ιδείς τον ήλιον τ' ουρανού τη στράτα του ν' αλλάξει,



όντεν ιδείς τς ασπάλαθους και να γενούν μερσίνη,




όντε γενούσιν οι μηλιές του λαγκαδίου σκίνοι,
όντεν ιδείς το πέλαγος ν' αρχίσει ν' αποφρύσσει
τότες εμέν κι εσέν, κυρά, θέλουσιν ευλογήσει".


Η κόρη, ως ήτον φρόνιμη, με γνώσην εγρικήθη
και προς αυτόν τον νιότερον ίτις απιλογήθη:
"Όντεν ο μέγας ουρανός πέσει κάτω στο χώμα



και η αλήθεια, νιότερε, φανερωθεί για ψόμα,
όντες ιδείς τη θάλασσα και αρχίσει να γλυκάνει,
όντε βρεθεί για τους νεκρούς ανάστασης βοτάνι,



όντε το φέγγος τ' ουρανού πέσει στη γη να σβήσει,
τότες εσέν, αφέντη μου, θέλω γλυκοφιλήσει".


Και μέσα στ' όχι και εις το ναι, μέρωμα και εις αγριάδα
έσωνε και κατάνταινε της μέρας η ασπράδα

κι εκίνα ο κυρ Ήλιος του δρόμου να φουσκώνει,





της νύχτας τες κουρφόβλεψες να τες ξεφανερώνει.
Τότες ο νιος εμίσεψεν από την κορασίδα



και σε καμία συνίβαση δεν ήλθασιν, ως οίδα. [...]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου